Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
View word page
κόπρινος
full of dung, filthy

ShortDef

full of dung, filthy

Debugging

Headword:
κόπρινος
Headword (normalized):
κόπρινος
Headword (normalized/stripped):
κοπρινος
IDX:
49790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49791
Key:

Data

{'content': 'full of dung, filthy'}