Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
View word page
κοπριήμετος
vomiting excrement

ShortDef

vomiting excrement

Debugging

Headword:
κοπριήμετος
Headword (normalized):
κοπριήμετος
Headword (normalized/stripped):
κοπριημετος
IDX:
49789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49790
Key:

Data

{'content': 'vomiting excrement'}