Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
View word page
κοπρίζω
to dung, manure

ShortDef

to dung, manure

Debugging

Headword:
κοπρίζω
Headword (normalized):
κοπρίζω
Headword (normalized/stripped):
κοπριζω
IDX:
49788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49789
Key:

Data

{'content': 'to dung, manure'}