Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
View word page
κοπριακός
concerning manure

ShortDef

concerning manure

Debugging

Headword:
κοπριακός
Headword (normalized):
κοπριακός
Headword (normalized/stripped):
κοπριακος
IDX:
49786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49787
Key:

Data

{'content': 'concerning manure'}