Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπραγωγέω
κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
View word page
κοπριαίρετος
sportellarius

ShortDef

sportellarius

Debugging

Headword:
κοπριαίρετος
Headword (normalized):
κοπριαίρετος
Headword (normalized/stripped):
κοπριαιρετος
IDX:
49785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49786
Key:

Data

{'content': 'sportellarius'}