Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοππατίας
κοπραγωγέω
κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
View word page
κοπρία
a dunghill
ShortDef
a dunghill
Debugging
Headword:
κοπρία
Headword (normalized):
κοπρία
Headword (normalized/stripped):
κοπρια
IDX:
49784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49785
Key:
Data
{'content': 'a dunghill'}