Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόππα
κοππατίας
κοπραγωγέω
κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
View word page
κοπρηγός
conveying dung
ShortDef
conveying dung
Debugging
Headword:
κοπρηγός
Headword (normalized):
κοπρηγός
Headword (normalized/stripped):
κοπρηγος
IDX:
49783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49784
Key:
Data
{'content': 'conveying dung'}