Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόπος
κοπόω
κόππα
κοππατίας
κοπραγωγέω
κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
View word page
κοπρηγέω
carry dung

ShortDef

carry dung

Debugging

Headword:
κοπρηγέω
Headword (normalized):
κοπρηγέω
Headword (normalized/stripped):
κοπρηγεω
IDX:
49781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49782
Key:

Data

{'content': 'carry dung'}