Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπίς
κόπις
κόπος
κοπόω
κόππα
κοππατίας
κοπραγωγέω
κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
View word page
κόπρειος
full of dung, filthy

ShortDef

full of dung, filthy

Debugging

Headword:
κόπρειος
Headword (normalized):
κόπρειος
Headword (normalized/stripped):
κοπρειος
IDX:
49779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49780
Key:

Data

{'content': 'full of dung, filthy'}