Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπίζω2
κοπίς
κόπις
κόπος
κοπόω
κόππα
κοππατίας
κοπραγωγέω
κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
View word page
κοπρεαῖος
made up from κόπρος, Dungy
ShortDef
made up from κόπρος, Dungy
Debugging
Headword:
κοπρεαῖος
Headword (normalized):
κοπρεαῖος
Headword (normalized/stripped):
κοπρεαιος
IDX:
49778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49779
Key:
Data
{'content': 'made up from κόπρος, Dungy'}