Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
κοπίζω2
κοπίς
κόπις
κόπος
κοπόω
κόππα
κοππατίας
κοπραγωγέω
κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
View word page
κοπραγωγέω
carry dung
ShortDef
carry dung
Debugging
Headword:
κοπραγωγέω
Headword (normalized):
κοπραγωγέω
Headword (normalized/stripped):
κοπραγωγεω
IDX:
49775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49776
Key:
Data
{'content': 'carry dung'}