Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
κοπίζω2
κοπίς
κόπις
κόπος
κοπόω
κόππα
κοππατίας
κοπραγωγέω
κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
View word page
κόππα
(koph)

ShortDef

(koph)

Debugging

Headword:
κόππα
Headword (normalized):
κόππα
Headword (normalized/stripped):
κοππα
IDX:
49773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49774
Key:

Data

{'content': '(koph)'}