Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
κοπίζω2
κοπίς
κόπις
κόπος
κοπόω
κόππα
κοππατίας
κοπραγωγέω
κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
κοπρηγέω
κοπρηγία
View word page
κοπόω
weary
ShortDef
weary
Debugging
Headword:
κοπόω
Headword (normalized):
κοπόω
Headword (normalized/stripped):
κοποω
IDX:
49772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49773
Key:
Data
{'content': 'weary'}