Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπετός
κοπεύς
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
κοπίζω2
κοπίς
κόπις
κόπος
κοπόω
κόππα
κοππατίας
κοπραγωγέω
κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
Κοπρεύς
View word page
κόπις
a prater, liar, wrangler

ShortDef

a prater, liar, wrangler

Debugging

Headword:
κόπις
Headword (normalized):
κόπις
Headword (normalized/stripped):
κοπις
IDX:
49770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49771
Key:

Data

{'content': 'a prater, liar, wrangler'}