Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
κοπεύς
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
κοπίζω2
κοπίς
κόπις
κόπος
κοπόω
κόππα
κοππατίας
View word page
κοπιαρός
wearying
ShortDef
wearying
Debugging
Headword:
κοπιαρός
Headword (normalized):
κοπιαρός
Headword (normalized/stripped):
κοπιαρος
IDX:
49764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49765
Key:
Data
{'content': 'wearying'}