Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
κοπεύς
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
κοπίζω2
κοπίς
κόπις
κόπος
κοπόω
κόππα
View word page
κοπία
rest from toil

ShortDef

rest from toil

Debugging

Headword:
κοπία
Headword (normalized):
κοπία
Headword (normalized/stripped):
κοπια
IDX:
49763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49764
Key:

Data

{'content': 'rest from toil'}