Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
κοπεύς
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
κοπίζω2
κοπίς
κόπις
κόπος
κοπόω
View word page
κοπή
a cutting in pieces, slaughter

ShortDef

a cutting in pieces, slaughter

Debugging

Headword:
κοπή
Headword (normalized):
κοπή
Headword (normalized/stripped):
κοπη
IDX:
49762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49763
Key:

Data

{'content': 'a cutting in pieces, slaughter'}