Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
κοπεύς
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
κοπίζω2
κοπίς
κόπις
κόπος
View word page
κοπεύς
a chisel
ShortDef
a chisel
Debugging
Headword:
κοπεύς
Headword (normalized):
κοπεύς
Headword (normalized/stripped):
κοπευς
IDX:
49761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49762
Key:
Data
{'content': 'a chisel'}