Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόπαιον
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
κοπεύς
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
κοπίζω2
κοπίς
κόπις
View word page
κοπετός
noise (of mourning)

ShortDef

noise (of mourning)

Debugging

Headword:
κοπετός
Headword (normalized):
κοπετός
Headword (normalized/stripped):
κοπετος
IDX:
49760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49761
Key:

Data

{'content': 'noise (of mourning)'}