Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπάζω
κόπαιον
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
κοπεύς
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
κοπίζω2
κοπίς
View word page
κοπετόκτυπος
causing the noise of lamentation to be heard
ShortDef
causing the noise of lamentation to be heard
Debugging
Headword:
κοπετόκτυπος
Headword (normalized):
κοπετόκτυπος
Headword (normalized/stripped):
κοπετοκτυπος
IDX:
49759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49760
Key:
Data
{'content': 'causing the noise of lamentation to be heard'}