Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόος
κοπάζω
κόπαιον
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
κοπεύς
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
κοπίζω2
View word page
κόπασμα
abatement

ShortDef

abatement

Debugging

Headword:
κόπασμα
Headword (normalized):
κόπασμα
Headword (normalized/stripped):
κοπασμα
IDX:
49758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49759
Key:

Data

{'content': 'abatement'}