Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοόρτις
κόος
κοπάζω
κόπαιον
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
κοπεύς
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
κοπίζω
View word page
κοπάς
pruned, lopped
ShortDef
pruned, lopped
Debugging
Headword:
κοπάς
Headword (normalized):
κοπάς
Headword (normalized/stripped):
κοπας
IDX:
49757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49758
Key:
Data
{'content': 'pruned, lopped'}