Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κονώνειος
κοόρτις
κόος
κοπάζω
κόπαιον
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
κοπεύς
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
κοπιάω
View word page
κοπάριον
probe

ShortDef

probe

Debugging

Headword:
κοπάριον
Headword (normalized):
κοπάριον
Headword (normalized/stripped):
κοπαριον
IDX:
49756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49757
Key:

Data

{'content': 'probe'}