Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κόνων
Κονώνειος
κοόρτις
κόος
κοπάζω
κόπαιον
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
κοπεύς
κοπή
κοπία
κοπιαρός
κοπιάτης
View word page
κόπανος
a kind of tunny

ShortDef

a kind of tunny

Debugging

Headword:
κόπανος
Headword (normalized):
κόπανος
Headword (normalized/stripped):
κοπανος
IDX:
49755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49756
Key:

Data

{'content': 'a kind of tunny'}