Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόνυζα
κονυζήεις
κονυζίτης
Κόνων
Κονώνειος
κοόρτις
κόος
κοπάζω
κόπαιον
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
κοπεύς
κοπή
View word page
κοπανισμός
braying
ShortDef
braying
Debugging
Headword:
κοπανισμός
Headword (normalized):
κοπανισμός
Headword (normalized/stripped):
κοπανισμος
IDX:
49752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49753
Key:
Data
{'content': 'braying'}