Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοντωτίτης
κοντωτός
κόνυζα
κονυζήεις
κονυζίτης
Κόνων
Κονώνειος
κοόρτις
κόος
κοπάζω
κόπαιον
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
κοπετός
View word page
κόπαιον
piece

ShortDef

piece

Debugging

Headword:
κόπαιον
Headword (normalized):
κόπαιον
Headword (normalized/stripped):
κοπαιον
IDX:
49750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49751
Key:

Data

{'content': 'piece'}