Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόντωσις
κοντωτίτης
κοντωτός
κόνυζα
κονυζήεις
κονυζίτης
Κόνων
Κονώνειος
κοόρτις
κόος
κοπάζω
κόπαιον
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
κόπασμα
κοπετόκτυπος
View word page
κοπάζω
to grow weary

ShortDef

to grow weary

Debugging

Headword:
κοπάζω
Headword (normalized):
κοπάζω
Headword (normalized/stripped):
κοπαζω
IDX:
49749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49750
Key:

Data

{'content': 'to grow weary'}