Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοντός2
κοντοφόρος
κόντωσις
κοντωτίτης
κοντωτός
κόνυζα
κονυζήεις
κονυζίτης
Κόνων
Κονώνειος
κοόρτις
κόος
κοπάζω
κόπαιον
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
κοπάς
View word page
κοόρτις
cohors
ShortDef
cohors
Debugging
Headword:
κοόρτις
Headword (normalized):
κοόρτις
Headword (normalized/stripped):
κοορτις
IDX:
49747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49748
Key:
Data
{'content': 'cohors'}