Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοντός
κοντός2
κοντοφόρος
κόντωσις
κοντωτίτης
κοντωτός
κόνυζα
κονυζήεις
κονυζίτης
Κόνων
Κονώνειος
κοόρτις
κόος
κοπάζω
κόπαιον
κοπανίζω
κοπανισμός
κοπανιστήριον
κόπανον
κόπανος
κοπάριον
View word page
Κονώνειος
of Conon
ShortDef
of Conon
Debugging
Headword:
Κονώνειος
Headword (normalized):
κονώνειος
Headword (normalized/stripped):
κονωνειος
IDX:
49746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49747
Key:
Data
{'content': 'of Conon'}