Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοντάριον2
κοντοβολέω
κοντοκυνηγέσιον
κοντοπαίκτης
κοντοπλεύριον
κοντοπορεία
κοντός
κοντός2
κοντοφόρος
κόντωσις
κοντωτίτης
κοντωτός
κόνυζα
κονυζήεις
κονυζίτης
Κόνων
Κονώνειος
κοόρτις
κόος
κοπάζω
κόπαιον
View word page
κοντωτίτης
puntsman

ShortDef

puntsman

Debugging

Headword:
κοντωτίτης
Headword (normalized):
κοντωτίτης
Headword (normalized/stripped):
κοντωτιτης
IDX:
49740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49741
Key:

Data

{'content': 'puntsman'}