Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοντάκιον
κοντάριον2
κοντοβολέω
κοντοκυνηγέσιον
κοντοπαίκτης
κοντοπλεύριον
κοντοπορεία
κοντός
κοντός2
κοντοφόρος
κόντωσις
κοντωτίτης
κοντωτός
κόνυζα
κονυζήεις
κονυζίτης
Κόνων
Κονώνειος
κοόρτις
κόος
κοπάζω
View word page
κόντωσις
fishing with a pole

ShortDef

fishing with a pole

Debugging

Headword:
κόντωσις
Headword (normalized):
κόντωσις
Headword (normalized/stripped):
κοντωσις
IDX:
49739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49740
Key:

Data

{'content': 'fishing with a pole'}