Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόννος
κοντάκιον
κοντάριον2
κοντοβολέω
κοντοκυνηγέσιον
κοντοπαίκτης
κοντοπλεύριον
κοντοπορεία
κοντός
κοντός2
κοντοφόρος
κόντωσις
κοντωτίτης
κοντωτός
κόνυζα
κονυζήεις
κονυζίτης
Κόνων
Κονώνειος
κοόρτις
κόος
View word page
κοντοφόρος
carrying a pole
ShortDef
carrying a pole
Debugging
Headword:
κοντοφόρος
Headword (normalized):
κοντοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κοντοφορος
IDX:
49738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49739
Key:
Data
{'content': 'carrying a pole'}