Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονιστικός
κόνιστρα
κονίω
κονιώδης
κόνναρος
Κοννᾶς
κοννέω
κόννος
κοντάκιον
κοντάριον2
κοντοβολέω
κοντοκυνηγέσιον
κοντοπαίκτης
κοντοπλεύριον
κοντοπορεία
κοντός
κοντός2
κοντοφόρος
κόντωσις
κοντωτίτης
κοντωτός
View word page
κοντοβολέω
strike with a pole

ShortDef

strike with a pole

Debugging

Headword:
κοντοβολέω
Headword (normalized):
κοντοβολέω
Headword (normalized/stripped):
κοντοβολεω
IDX:
49731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49732
Key:

Data

{'content': 'strike with a pole'}