Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κονισαλέος
κονίσαλος
κόνισις
κονιστικός
κόνιστρα
κονίω
κονιώδης
κόνναρος
Κοννᾶς
κοννέω
κόννος
κοντάκιον
κοντάριον2
κοντοβολέω
κοντοκυνηγέσιον
κοντοπαίκτης
κοντοπλεύριον
κοντοπορεία
κοντός
κοντός2
κοντοφόρος
View word page
κόννος
trinket
ShortDef
trinket
Debugging
Headword:
κόννος
Headword (normalized):
κόννος
Headword (normalized/stripped):
κοννος
IDX:
49728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49729
Key:
Data
{'content': 'trinket'}