Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονίς
κονισαλέος
κονίσαλος
κόνισις
κονιστικός
κόνιστρα
κονίω
κονιώδης
κόνναρος
Κοννᾶς
κοννέω
κόννος
κοντάκιον
κοντάριον2
κοντοβολέω
κοντοκυνηγέσιον
κοντοπαίκτης
κοντοπλεύριον
κοντοπορεία
κοντός
κοντός2
View word page
κοννέω
know

ShortDef

know

Debugging

Headword:
κοννέω
Headword (normalized):
κοννέω
Headword (normalized/stripped):
κοννεω
IDX:
49727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49728
Key:

Data

{'content': 'know'}