Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κονιορτός
κονιορτόω
κονιορτώδης
κόνιος
κονίποδες
κόνις
κονίς
κονισαλέος
κονίσαλος
κόνισις
κονιστικός
κόνιστρα
κονίω
κονιώδης
κόνναρος
Κοννᾶς
κοννέω
κόννος
κοντάκιον
κοντάριον2
κοντοβολέω
View word page
κονιστικός
liking to roll in the dust
ShortDef
liking to roll in the dust
Debugging
Headword:
κονιστικός
Headword (normalized):
κονιστικός
Headword (normalized/stripped):
κονιστικος
IDX:
49721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49722
Key:
Data
{'content': 'liking to roll in the dust'}