Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονίη
κονίλη
Κόνιοι
κονιορτός
κονιορτόω
κονιορτώδης
κόνιος
κονίποδες
κόνις
κονίς
κονισαλέος
κονίσαλος
κόνισις
κονιστικός
κόνιστρα
κονίω
κονιώδης
κόνναρος
Κοννᾶς
κοννέω
κόννος
View word page
κονισαλέος
dusty

ShortDef

dusty

Debugging

Headword:
κονισαλέος
Headword (normalized):
κονισαλέος
Headword (normalized/stripped):
κονισαλεος
IDX:
49718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49719
Key:

Data

{'content': 'dusty'}