Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κονιάω
κονιβατία
κονίη
κονίλη
Κόνιοι
κονιορτός
κονιορτόω
κονιορτώδης
κόνιος
κονίποδες
κόνις
κονίς
κονισαλέος
κονίσαλος
κόνισις
κονιστικός
κόνιστρα
κονίω
κονιώδης
κόνναρος
Κοννᾶς
View word page
κόνις
ashes
ShortDef
ashes
Debugging
Headword:
κόνις
Headword (normalized):
κόνις
Headword (normalized/stripped):
κονις
IDX:
49716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49717
Key:
Data
{'content': 'ashes'}