Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
κονίη
κονίλη
Κόνιοι
κονιορτός
κονιορτόω
κονιορτώδης
κόνιος
κονίποδες
κόνις
κονίς
κονισαλέος
κονίσαλος
κόνισις
κονιστικός
κόνιστρα
View word page
κονιορτόω
cover with dust

ShortDef

cover with dust

Debugging

Headword:
κονιορτόω
Headword (normalized):
κονιορτόω
Headword (normalized/stripped):
κονιορτοω
IDX:
49712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49713
Key:

Data

{'content': 'cover with dust'}