Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
κονίη
κονίλη
Κόνιοι
κονιορτός
κονιορτόω
κονιορτώδης
κόνιος
κονίποδες
κόνις
κονίς
κονισαλέος
κονίσαλος
κόνισις
View word page
Κόνιοι
Conii (cp. Cuneus)
ShortDef
Conii (cp. Cuneus)
Debugging
Headword:
Κόνιοι
Headword (normalized):
κόνιοι
Headword (normalized/stripped):
κονιοι
IDX:
49710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49711
Key:
Data
{'content': 'Conii (cp. Cuneus)'}