Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφιβοάομαι
ἀμφιβόητος
ἀμφιβολεύς
ἀμφιβολέω
ἀμφιβολή
ἀμφιβολητικός
ἀμφιβολία
ἀμφίβολος
ἀμφιβόσκομαι
ἀμφίβουλος
ἀμφιβράγχια
ἀμφίβραχυς
ἀμφίβροτος
ἀμφίβροχος
ἀμφιβώμιος
ἀμφίγειος
Ἀμφιγένεια
ἀμφιγενής
ἀμφίγενυς
ἀμφιγηθέω
ἀμφίγλωσσος
View word page
ἀμφιβράγχια
parts about the tonsils

ShortDef

parts about the tonsils

Debugging

Headword:
ἀμφιβράγχια
Headword (normalized):
ἀμφιβράγχια
Headword (normalized/stripped):
αμφιβραγχια
IDX:
4970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4971
Key:

Data

{'content': 'parts about the tonsils'}