Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
κονίη
κονίλη
Κόνιοι
κονιορτός
κονιορτόω
κονιορτώδης
κόνιος
κονίποδες
κόνις
View word page
κονιάω
to plaster

ShortDef

to plaster

Debugging

Headword:
κονιάω
Headword (normalized):
κονιάω
Headword (normalized/stripped):
κονιαω
IDX:
49706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49707
Key:

Data

{'content': 'to plaster'}