Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
κονίη
κονίλη
Κόνιοι
κονιορτός
κονιορτόω
κονιορτώδης
κόνιος
κονίποδες
View word page
κονιατός
plastered
ShortDef
plastered
Debugging
Headword:
κονιατός
Headword (normalized):
κονιατός
Headword (normalized/stripped):
κονιατος
IDX:
49705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49706
Key:
Data
{'content': 'plastered'}