Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
κονίη
κονίλη
Κόνιοι
κονιορτός
κονιορτόω
κονιορτώδης
View word page
κονιατήρ
plasterer
ShortDef
plasterer
Debugging
Headword:
κονιατήρ
Headword (normalized):
κονιατήρ
Headword (normalized/stripped):
κονιατηρ
IDX:
49703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49704
Key:
Data
{'content': 'plasterer'}