Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
κονίη
κονίλη
Κόνιοι
κονιορτός
κονιορτόω
View word page
κονίασις
plastering with stucco, whitening

ShortDef

plastering with stucco, whitening

Debugging

Headword:
κονίασις
Headword (normalized):
κονίασις
Headword (normalized/stripped):
κονιασις
IDX:
49702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49703
Key:

Data

{'content': 'plastering with stucco, whitening'}