Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
κονίη
κονίλη
Κόνιοι
κονιορτός
View word page
κονίαμα
stucco, plaster
ShortDef
stucco, plaster
Debugging
Headword:
κονίαμα
Headword (normalized):
κονίαμα
Headword (normalized/stripped):
κονιαμα
IDX:
49701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49702
Key:
Data
{'content': 'stucco, plaster'}