Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
κονίη
κονίλη
Κόνιοι
View word page
κονιάζω
to be sprinkled with ashes
ShortDef
to be sprinkled with ashes
Debugging
Headword:
κονιάζω
Headword (normalized):
κονιάζω
Headword (normalized/stripped):
κονιαζω
IDX:
49700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49701
Key:
Data
{'content': 'to be sprinkled with ashes'}