Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
κονίη
κονίλη
View word page
κονία
dust, a cloud of dust

ShortDef

dust, a cloud of dust

Debugging

Headword:
κονία
Headword (normalized):
κονία
Headword (normalized/stripped):
κονια
IDX:
49699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49700
Key:

Data

{'content': 'dust, a cloud of dust'}