Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
κονίη
View word page
Κονθυλεύς
of the deme Conthyle

ShortDef

of the deme Conthyle

Debugging

Headword:
Κονθυλεύς
Headword (normalized):
κονθυλεύς
Headword (normalized/stripped):
κονθυλευς
IDX:
49698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49699
Key:

Data

{'content': 'of the deme Conthyle'}