Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
View word page
κονητής
servant
ShortDef
servant
Debugging
Headword:
κονητής
Headword (normalized):
κονητής
Headword (normalized/stripped):
κονητης
IDX:
49697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49698
Key:
Data
{'content': 'servant'}